περικόψει

περικόψει
περικόπτω
cut all round
aor subj act 3rd sg (epic)
περικόπτω
cut all round
fut ind mid 2nd sg
περικόπτω
cut all round
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περισαρκίζω — Α (σχετικά με πληγή) 1. κόβω γύρω γύρω τις σάρκες 2. (το ρημ. επίθ.) περισαρκιστέον πρέπει κάποιος να περικόψει τη σάρκα ολόγυρα από την πληγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σαρκίζω «αφαιρώ, ξύνω τη σάρκα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”